διαβουκόληση

διαβουκόληση
η
η παραπλάνηση με την καλλιέργεια ψευδών, φρούδων ελπίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαβουκολώ. Η λ. στον λόγιο τύπο, διαβουκόλησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αναστ. Γούδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβουκόληση — η η παραπλάνηση ανθρώπων δίνοντάς τους ψεύτικες ελπίδες: Η διαβουκόληση του πλήθους από το δημαγωγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”